-
1 ῥυπαρός
A filthy, dirty,κόλυθρον Telecl.3
;δάπιδες Pherecr. 185
; ῥ. εἴριον greasy, Hp.Fract.21;γαστέρας Id.Prorrh.2.23
(s.v.l.); unpurged,σῶμα Alex.Trall.Febr.7
.2 metaph., sordid, mean, ἤδη χορηγὸν πώποτε -ώτερον τοῦδ' εἶδες; Eup.306; uncultured,ῥ. τρόποι Philetaer.18
; βίος δουλοπρεπὴς καὶ ῥ. Arist.VV 1251b13; ῥ. πολῖται, ὄχλος, D.H.7.8,9.44; of style, Longin.43.5. Adv.- ρῶς Men. 142
, Epicur.Sent.Vat.43, Arr.Epict.2.9.4, AP10.48 (Pall.): [comp] Sup.- ώτατα D.C.59.4
.3 of coins, made of base metal, gold or silver alloy,ἀργυρίου ῥυπαρὰς δραχμάς BGU214.12
(ii A.D.), cf. Ostr.Bodl. ii 32 (ii A.D.), al.4 κροτὼν ῥ., prob. = ἀδειγμάτιστος, PCair.Zen. 670.6 (iii B.C.); σῖτος ῥ. unwinnowed, PFay.16.10 (i B.C.); κριθὴ ῥ. POxy.1542.7 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυπαρός
См. также в других словарях:
ρυπαρός — ή, ό / ῥυπαρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.) αρχ. 1. αγενής, αγροίκος 2 … Dictionary of Greek